< ἐνδιατίθημι
ἐνδιατριβή >
ἐνδιατρέχω
cruzar
,
pasar a través de
πήξει ποταμοὺς καὶ θάλασσαν ... ὅπως ἐνδιατρέχῃς σταδίως
PMag
.1.121.