< ἐνδιατριπτικός
ἐνδιαυγέομαι >
ἐνδιάτριπτος
,
-ον
consumido
,
gastado
χρόνος
Epim.Hom.Alph
.
ε
40,
EM
342.34G.,
Et.Gud
.s.u.
ἐνιαυτός
.