< ἐνδίσματα·
ἐνδογενής >
ἐνδίφριος
,
-ον
que comparte asiento
,
compañero de mesa
,
comensal
ἐκαθεζόμην ἐ.
X.
An
.7.2.33,
ἀδελφούς γε ποιήσομαι καὶ ἐνδιφρίους
X.
An
.7.2.38.