< ἐνδιαμένω
ἐνδιαπίπτω >
ἐνδιαπερονάω
atravesar
,
traspasar
con algo punzante
, en v. pas.
ἐνδιαπεπερονημένος glos. a
transfixus
,
Gloss
.2.200 (cj.).