< ἐνδιαπλέκω
ἐνδιαρκῶς >
ἐνδιαπρέπω
distinguirse
,
sobresalir
,
destacar
c. dat.
γυμνασίαις πολεμικαῖς
D.S.36.4,
μελῳδίαις βιβλιακαῖς
Eust.1941.51, abs.
μεγάλως
I.
AI
18.297.