< ἐνδιάσκευος
ἐνδιασπείρω >
ἐνδιασπάω
destrozar dentro
del feto en el aborto, en v. pas.
ὑπὸ ἀταξίας πολλῆς ἐνδιασπασθῆναι τὸ παιδίον
Mac.Aeg.
Serm
.B 14.8.