< ἐνδιασκευάζω
ἐνδιασπάω >
ἐνδιάσκευος
,
-ον
1
ret.
exagerado
διήγησις op. ἁπλῆ y ἐγκατάσκευος
Hermog.
Inu
.2.7 (p.124).
2
adv. -ως
exageradamente
Hermog.
Inu
.3.15 (p.168), Eust.177.31.