ἐνδιπλόω
1 tr., medic. plegar, hacer un pliegue o doblez la piel arrugada
κατὰ τὰς ῥυτίδας ἐνδιπλοῦσα τὸ δέρμαGal.9.232, cf. Antyll. en Orib.45.2.3, Orib.50.49.1, Paul.Aeg.6.65.2,
τὰ δὲ τῶν ἀνδρῶν (μόρια) ... ἐνδιπλώσας ἔσωGal.4.159, en v. pas.
ὅσα μὲν παρὰ φύσιν ἐνδεδίπλωταιGal.18(2).789.
2 en v. med. plegarse, hacerse un doblez
στολίδας ... δύο ... <χει>λοειδῶς ἐνδεδιπλωμέναςref. a un útero, Sor.1.4.119, cf. 4.6.52,
ἡ τραχεῖα ἀρτηρίαGal.3.559,
ἡ σκληρὰ μῆνιγξGal.3.637.