< ἐνδιαπερονάω
ἐνδιαπλέκω >
ἐνδιαπίπτω
caer
,
precipitarse
εὑρεῖν ... ἐστιν ἐνδιαπίπτοντας ἐπὶ πολλῶν τοὺς μαντικοὺς δαίμονας
Cat.Act.Ap
.16.16 (p.269.27).