< ἐνδιεσπαρμένως
ἐνδιήκω >
ἐνδιηθέω
colar
οἶνον
Plu.2.692b tít., en v. pas.
χυλὸς τῆς γλυκείας ῥίζης ἐνδιηθηθείς
Paul.Aeg.3.26.16.