βοηθηματικός
ἐνοικηματικός
ἐγκληματικός
ἀντεγκληματικός
ἀσχοληματικός
ἐνθυμημᾰτικός
διανοηματικός
ἐννοηματικός
ἐντροπηματικός
ἀπορηματικός
διαπορηματικός
δωρηματικός
γλωσσηματικός
ἀμφισβητηματικός
αἰτηματικός
διαστηματικός
ἐνστηματικός
ἀποστηματικός
ἀρρωστηματικός
ἐμπυηματικός
αὐχηματικός
ἀσθματικός
αἱματικός
ἐγκλιματικός
†ἀγαλματικός·
Δαλματικός
γραμματικός
ἀποκομματικός
ἑβδοματικός
δερματικός
ᾀσματικός
δρασματικός
ἀποτελεσματικός
ἀθροισματικός
ἐγκελευσματικός
ἀκουσματικός
ἀναπαυματικός
γευματικός
ἐμπνευματικός
ἀρτυματικός
δωματικός
διαζωματικός
ἀξιωματικός
ἀφομοιωματικός
ἐναντιωματικός
ἑλκωματικός
γλαυκωματικός
δηλωματικός
ἀρωματικός
ἀναπληρωματικός
ἀποπληρωματικός
ἐκτρωματικός
ἀργυρωματικός
ἀναχωματικός
ἀθανατικός
ἀγνατικός
εἰλαπινατικός
δωνατικός
ἀκροατικός
ἀνθυπατικός
ἀρχιερατικός
Αἰγειρατικός
δημοκρᾰτικός
ἁρποκρατικός
ἀριστοκρατικός
διορατικός
ἐνορατικός
ἀργυροπρατικός
διατατικός
ἀνατατικός
ἐκτατικός