< Ἁρποκράτης
Ἁρποκρατίων >
ἁρποκρατικός
,
-ή, -όν
harpocrático
de personalidad o temperamento como el de Ἁρποκράτης (q.u.)
ἑρμαφρόδιτοι καὶ ἁρποκρατικοί
Heph.Astr.2.9.5, cf. 1.1.99.