γλωσσηματικός, -ή, -όν
• Alolema(s): át. γλωττ- D.H.Amm.2.2
1 esmaltado, salpicado de glosas ref. a γλῶσσα:
ἡ τροπική καὶ γλωττηματικὴ καὶ ἀπηρχαιωμένη καὶ ξένη λέξιςD.H.Amm.l.c., cf. 2.3,
φράσις γλωττηματικήD.H.Th.50.2, cf. Gal.18(1).414, Sch.Ar.Au.1083, Sch.D.T.14.17.
2 adv. -ῶς gram. de palabras en un uso poco habitual, menos frecuentemente
ἐξέλεξα τὰ παρὰ τῷ φιλοσόφῳ γ. ἢ κατὰ συνήθειαν Ἀττικὴν εἰρημέναTim.Lex.praef.,
vincit νικᾷ καὶ γ. δεσμεύειGloss.Pap.2.133, cf. 130.