< ἔγκλιμα
ἐγκλίνιος >
ἐγκλιματικός
,
-ή, -όν
gram.
enclítico
αἱ ἀντωνυμίαι
Hdn.Gr.1.554,
AB
1144; v. tb. ἐγκλιτικός.