< ἀνάπαυμα
ἀναπαύσιμος >
ἀναπαυματικός
,
-ή, -όν
baldío
,
yermo
γένη
Wilcken
Chr
.1.377.11 (III d.C.), cf.
BGU
860.11 (III d.C.),
PLips
.22.12 (IV d.C.).