< ἀμφισβήτημα
ἀμφισβητήσιμος >
ἀμφισβητηματικός
,
-ή, -όν
discutible
ἐν δὲ ταῖς ἀμφισβητήσεσι καὶ τοῖς ἀμφισβητηματικοῖς δεῖ ὁρᾶν τὰ διάφορα
Aps.p.236.