ᾀσματικός, -ή, -όν
1 métr. de canciones
τῶν κώλων τῶν ᾀσματικῶνTz.Metr.Pind.43.15.
2 subst. τὰ ᾀσματικά cánticos
εἴτε ᾀσματικῶν ὀρέγῃ, ἔχεις τοὺς ψαλμούςConst.App.1.6.5.
τῶν κώλων τῶν ᾀσματικῶνTz.Metr.Pind.43.15.
εἴτε ᾀσματικῶν ὀρέγῃ, ἔχεις τοὺς ψαλμούςConst.App.1.6.5.