< διάζωμα
διαζώνη >
διαζωματικός
,
-ή, -όν
que compone un friso
πίνακες μακροὶ διαζωματικοὶ γραφὰς ἔχοντες
ID
1442B.42, cf. 1443B.2.110 (ambas II a.C.).