ἀποστηματικός, -ή, -όν
1 sin solución de continuidad
οὐδὲν ἀποστηματικὸν παρεμφαίνουσαChrysipp.Stoic.2.245.
2 medic. debido a un absceso
ἐν δακτύλοις ἀποστηματικὰ συρίγγια γίνεταιHeliod. en Orib.44.20.74.
οὐδὲν ἀποστηματικὸν παρεμφαίνουσαChrysipp.Stoic.2.245.
ἐν δακτύλοις ἀποστηματικὰ συρίγγια γίνεταιHeliod. en Orib.44.20.74.