< ἔνστημα
ἐνστηνής >
ἐνστηματικός
,
-ή, -όν
empecinado
,
testarudo
subst.
οἱ περὶ τὸ εὐσεβὲς στερροὶ καὶ ἐνστηματικοί
CEph
.(431)
Ep
. en
ACO
1.1.7.160.1.