ἐκτατικός, -ή, -όν
I
τὴν ὀξεῖαν τάσιν ἐκτατικὴν εἰδότες, de «ὄφιν» medido como troqueo, Eust.900.12,
ἔδειξεν οὐ μόνον τοὺς τόνους ἐκτατικούςEust.1465.8.
2 de pers. que propende a alargar las vocales
Ἀθηναῖοι ἐκτατικοί εἰσι τῶν φωνηέντωνA.D.Adu.187.21.
II extenso neutro compar. como adv.
τὰ προειρημένα προτεῖναι ἐκτατικώτερονofreceros en forma más extensa lo ya dicho Gr.Nyss.M.46.849B.
III adv. -ῶς gram. de forma que alargue la vocal o la sílaba
ποτὲ δὲ τρέπει ἐ. τὴν ἐν τῷ μέλλοντι βραχεῖαν παράληξιν εἰς μακράν, ὃ γίνεται ἐν τῷ «καλήσω»Eust.1723.8.