< δαλματικομαφόρτης
Δάλμιον >
Δαλματικός
,
-ή, -όν
1
dalmático
,
de Dalmacia
στρατεύματα
Plu.
Oth
.4.
2
subst. ἡ Δ., τὸ Δ.
Dalmacia
Str.7.5.5, D.C.49.36.2, 4.