διατατικός, -ή, -όν
1 que sigue un orden, eficaz, urgente
τοῦτ' ἄμεινον ὑπολαμβάνοντες εἶναι καὶ διατατικώτερονPlb.Fr.29, cf. Olymp.in Alc.212.
2 adv. -ῶς en sentido amplio, por extensión del sentido
ἀπὸ ἑνὸς ἁμαρτήματος δ. ἐφ' ὅλα τὰ εἴδη τῆς κακίας ἐξακούειν προσήκει τῆς ὕβρεωςBasil.M.30.589A.