< αἴτημα
αἰτηματώδης >
αἰτηματικός
,
-ή, -όν
pedido
(ὀνείρους) αἰτηματικοὺς καλοῦμεν διὰ τὸ αἰτεῖν τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν
Artem.4.2.