ἀφόδημα
ἀφόδιοι·
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφοιδεῖν·
ἀφοίνικτος
ἄφοινος
ἀφοισμός·
ἀφοίτητος
ἀφοκνέω
ἀφολίδωτος
ἀφολκή
ἄφολκος
ἀφομιλέω
ἀφομοιάζω
ἀφόμοιος
ἀφομοιότης
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφομοιωματικός
ἀφομοίωσις
ἀφομοιωτέον
ἀφομοιωτικός
ἀφοπλίζω
ἀφοπλισμός
ἀφοπλιστής
ἀφόρασις
ἀφοράω
ἀφόρδιον
ἀφορεί
ἀφορέω
ἀφόρητος
ἀφορητότης·
ἀφορί
ἀφορία
ἀφορίζω
ἀφόριος·
ἀφόρισις
ἀφόρισμα
ἀφορισμένως
ἀφορισμός
ἀφοριστέον
ἀφοριστέος
ἀφοριστικός
ἀφορκίζω
ἀφορκισμός
ἄφορκος·
ἀφορμάρος
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφορμητικός
ἀφορμία
Ἀφορμιεύς
ἀφορμίζομαι
ἀφόρμικτος
Ἀφόρμιον
ἄφορμος
ἀφορολογησία
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἀφόρτιον·
ἄφορτος
ἀφόρυκτος
ἄφος·
ἀφόσιος
ἀφοσιόω
ἀφοσίωμα
ἀφοσίωσις
ἀφότε
ἀφουλόω
ἀφούλωσις