ἀφομοιωτικός, -ή, -όν
que se asimila, asimilativo
ἡ διὰ πυρὸς προσαγωγήIambl.Myst.5.11,
δύναμιςProcl.in Prm.733,
διακόσμησιςDam.in Prm.338,
θεοίDam.in Prm.340, cf. Dion.Ar.CH M.3.205C.
ἡ διὰ πυρὸς προσαγωγήIambl.Myst.5.11,
δύναμιςProcl.in Prm.733,
διακόσμησιςDam.in Prm.338,
θεοίDam.in Prm.340, cf. Dion.Ar.CH M.3.205C.