< ἄφορκος·
ἀφορμάω >
ἀφορμάρος
,
-ον
que inventa pretextos
ὅτι οἱ κωμητὲ (l. κομηταί) ἀφορμάροι εἶσαν (l. ἦσαν)
SB
7168.3 (V/VI d.C.) en
BL
3.180.