< Ἀφορμιεύς
ἀφόρμικτος >
ἀφορμίζομαι
soltar
,
largar
amarras
οὐ μὴ ναῦς ἀφορμίσῃ χθονός
E.
IT
18, cf. Th.2.83, pap. en
Sitz.Heid
.1923(2).p.23.