ἀφοπλίζω
• Alolema(s): -ττω Hsch.
I
τούτους μὲν ἀφώπλισανD.S.11.35,
αὐτόνLuc.DDeor.23.1, AP 16.171 (Leon.)
•en v. pas.
ἦσαν ἀφωπλισμένοιD.S.14.64, fig.
δύναμις ... ἀφοπλίζουσα ... τοὺς στασιάζονταςAst.Am.Hom.8.20.4.
2 intr. en v. med. despojarse de
οἱ δ' ἔντε' ἀφοπλίζοντοIl.23.26,
οἱ μὲν Ἀντιγόνου στρατοπεδεύουσιν ἀφοπλισάμενοιPolyaen.4.9.1.
II librar del servicio militar en v. pas.
ἀφοπλίττονται· ἀπολύονται στρατείαςHsch.