< ἀφόρισμα
ἀφορισμός >
ἀφορισμένως
adv. sobre el part. perf. pas. de ἀφορίζω
de manera definida
Arist.
HA
520
a
22, 23,
Cat
.8
b
4, 9,
διαφέρει δέ, ὅτι ἀ. μᾶλλον
Plot.6.1.14.