< ἀφορμητικός
Ἀφορμιεύς >
ἀφορμία
,
-ας, ἡ
remedio
κατὰ παιδίων προνικῶν ἑτοίμην ἀφορμίαν ἠγόρακας
Vit.Aesop.G
16.