< ἀφολκή
ἀφομιλέω >
ἄφολκος
,
-ον
que no pesa
ὕδωρ ... πάντων ἐλαφρότατον, ὥστ' ἐν Ἀττικῇ κοτύλῃ δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι
Str.15.3.22.