ἀφομοιόω


I tr. en v. act.

1 hacer semejante, asemejar c. ac. y dat. ἀφομοιῶν τοῖς γράμμασι τὰ ἔργα Pl.Cra.427c, οὐδὲ μαινομένοις ... ἀφομοιοῦν αὐτούς Pl.R.396a, cf. X.Eq.9.9, τὰ εἴδη ἑαυτοῖς ἀφομοιοῦσιν οἱ ἄνθρωποι Arist.Pol.1252b27, ὁποίῳ ... ἀφομοιοῦμεν εἰκάσματι τὰς ἐπιθυμίας D.Chr.5.4, ᾧ (Αὐγούστῳ) καὶ τὴν ἡλικίαν τὴν ἑαυτοῦ ἀφωμοίου D.C.79.1.3
c. ac. y rég. prep. πρὸς τὸ καλὸν καὶ φιλάνθρωπον ἀφομοιοῦντας ἑαυτούς Plu.2.781a, πρὸς τὸ παράδειγμα αὐτὸ ἐβουλήθη ἀφομοιῶσαι Plot.5.8.8
en v. pas. τὸ πρὸς τἀληθινὸν ἀφωμοιωμένον lo hecho a semejanza de la verdad Pl.Sph.240a, ἀφωμοιωμένος ... τῷ Ὑιῷ Ep.Heb.7.3.

2 comparar τὴν ... ἕδραν τῇ τοῦ δεσμωτηρίου οἰκήσει ἀφομοιοῦντα Pl.R.517b, τοὺς δὲ τοὐναντίον ἀφωμοίου τοῖς Ἀττικοῖς τετραδράχμοις D.L.7.18, cf. Iambl.Myst.3.10.

3 copiar, retratar c. ac. de cosa τά γε καλὰ εἴδη ἀφομοιοῦντες cuando copian tipos de belleza X.Mem.3.10.2
abs. ὥσπερ οἱ ζωγράφοι βουλόμενοι ἀφομοιοῦν Pl.Cra.424d.

II intr. en v. med.-pas.

1 asemejarse c. dat. οἷς (ζῴοις) ἀφωμοιώθησαν D.S.1.86, αἷς ... πέτραις ἀφομοιούμενοι (πολύποδες) los pulpos se mimetizan con las piedras D.P.Au.1.11, τῷ ὅλῳ δυνάμενον ἀφομοιοῦσθαι οὗ καὶ τὰ μέρη ὅλα ἐστίν Procl.Inst.67, cf. Plot.3.2.14, Epiph.Const.Haer.66.88.

2 imitar c. dat. ἀλλ' ἀπείρηται αὐτοῖς ... μήτε μαινομένοις ἀφομοιοῦσθαι Pl.R.396b.