ἀφορία, -ας, ἡ
1 falta de producción, infecundidad
γενομένης ἀφορίας κατὰ τὴν χώρανLycurg.84, cf. Arist.Mete.351b14,
ἐκ γὰρ τούτων αἵ τ' ἀφορίαι γίγνονταιAntipho 2.1.10, cf. Plb.36.17.5
•c. gen. obj.
καρπῶνX.Vect.4.9, PMich.182.39 (II a.C.), Plb.6.5.5,
παίδωνPl.Lg.740c,
(πίττης)Thphr.HP 9.2.4,
τοῦ ἐλαίουIG 22.903.10 (II a.C.),
ζῴων τε καὶ φυτῶνAristid.Quint.130.30.
2 fig. carencia, escasez de abstr. c. gen. obj.
ἀρετῆςPh.1.430
•c. gen. subj. esterilidad
φορὰ καὶ ἀ. ψυχῆς τε καὶ σωμάτων γίγνονταιPl.R.546a,
φρενῶνX.Smp.4.55,
ψυχῶν κρειττόνων ... εὐφορίαι ἀεὶ οὔτ' ἀφορίαιChrysipp.Stoic.2.337,
γῆςPlu.2.417d.