< ἀφότε
ἀφούλωσις >
ἀφουλόω
medic.
cicatrizar
τῶν σαρκούντων εἰδῶν ... ἀφουλούντων χρησόμεθα
Paul.Aeg.6.47, tb. en v. pas., Paul.Aeg.6.40.