ἀφολκή, -ῆς, ἡ


1 evacuación, descongestión ἀργοτέρα ἡ ἀ. γίνεται Archig. en Orib.8.1.38.

2 separación διὰ τὰς ... ἀφολκὰς ἀπὸ τῶν ἀναγκαιο-τέρων Clem.Al.Strom.2.23.138.