< ἀφουλόω
ἀφουλωτικός >
ἀφούλωσις
,
-εως, ἡ
medic.
cicatrización
κολλουρίοις ἁπαλοῖς τὴν ἀφούλωσιν ποιεῖσθαι προσήκει
Paul.Aeg.6.9, cf. 58.