< ἀφοριστέον
ἀφοριστικός >
ἀφοριστέος
,
-α, -ον
que debe ser definido
τίς ὁ σκοπός τῆς ὀγδόης ὑποθέσεως ἀ. πρότερον;
Dam.
in Prm
.448.