< ἀφορμή
ἀφορμία >
ἀφορμητικός
,
-ή, -όν
de rechazo
,
de repugnancia
ἐδώκαμέν σοι ... τὴν δύναμιν ταύτην τὴν ὁρμητικήν τε καὶ ἀφορμητικήν
Arr.
Epict
.1.1.12.