ἄφορτος, -ον
1 no rudo, soportable, agradable del trato
πολιτικὸς καὶ ἄ. (τρόπος) καὶ εὐγνώμωνAntip.Stoic.3.254,
ἄ.· οὐκ ἠγμένος τὴν Λυκουργείαν ἀγωγήνHsch.
2 adv. -ως suavemente
φέρεινTeles p.15.
πολιτικὸς καὶ ἄ. (τρόπος) καὶ εὐγνώμωνAntip.Stoic.3.254,
ἄ.· οὐκ ἠγμένος τὴν Λυκουργείαν ἀγωγήνHsch.
φέρεινTeles p.15.