ἀφοριστικός, -ή, -όν
I
τὸ ἀφοριστικὸν τῆς οἰκείας τάξεωςSimp.in Ph.541.4, c. gen.
ἀ. τῶν ὄντωνDion.Ar.DN M.3.824C.
2 aforístico
διδασκαλίαGal.11.802
•del estilo conciso
ἀ. χαρακτήρSophronius en Phot.Bibl.3b
•gram. de adv. continuativos, Sch.Luc.Cat.1, EM 296.50G.
3 que rechaza, de rechazo
δυνάμεις ἀφοριστικαίDion.Ar.EH M.3.564B.
4 que distingue
τῇ ἀφοριστικῇ ἰδιότητι ἀπὸ τοῦ πατρόςLeont.Byz.M.86.1909C.
II adv. -ῶς de manera aforística
ἀ. τὰ μετὰ ταῦτα ἐπιτίθεταιD.H.Is.7.