δεῖγμα
δειγματίζω
δειγματισμός
δειγματοάρτης
δειγματοκαταγωγεύς
δειγματοκαταγωγία
Δειδᾶς
†δείδαρος·
δείδεκτο
δειδέμεν
δειδέχατο
δειδέχθαι
δειδήμων
δειδία·
δείδια
δείδιμεν
Δείδιος
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
Δειδώ
*ΔειϜέλᾱς
δειελιάω
δειελινός
δείελος
*ΔείϜελος
†δείεμα·
*ΔειϜεροαιγολαίᾱ
δεικᾰνάω
δείκανον
δείκελον
δεικηλίκτας
δεικηλιστής
δείκηλον
Δείκνιος
δείκνυμι
δεικνύω
δεικτέον
δεικτέος
δεικτηριάς
δεικτήριον
δείκτης
δεικτικός
δεικτός
*δεικτυϜοργός
δειλαινομένως
δειλαίνω
δείλαιος
δειλαιότης
δειλακρίνας
δειλακρίων
δείλακρος
δειλανδρέω
δειλανδρία
δειλανδρίζω
δείλανδρος
δεῖλαρ
Δείλας
*ΔϜείλᾱς
δείλη
δειλήμονες·
δειλία
δειλιάζω
δειλιαίνω
δειλίασις
Δειλίας
δειλίασμα
δειλιάω
δειλινίζω
δειλινισμός
δειλινός