< δεικᾰνάω
δείκελον >
δείκανον
,
-ου, τό
• Grafía:
graf. δίκ- Hsch.
δ
450
bordado de figuras
en un tapiz
EM
260.43G., cf.
δίκανα· ποικίλα ἱμάτια
Hsch.l.c.