δειδίσσομαιδεδίσσομαι
• Alolema(s): át. -ττομαι
• Morfología: [tard. act. δεδίσσει Sch.Er.Il.24.569b, Sud.; impf. iter. δεδίσκ[ε' Stesich.11.6S.; aor. part. δειδισάμενος App.BC 5.79]
I intr. asustarse
οὔ σε ἔοικε κακὸν ὣς δειδίσσεσθαι, ἀλλ' αὐτὸς ... ἴδρυε λαούςIl.2.190,
ἢν ἡ γυνὴ ... δειδίσσηται καὶ πτύρηταιHp.Mul.1.25 (cód.),
τὸν Δίωνα κρατούμενον πάλαι καὶ δεδιττόμενον ἀπέσφαξανPlu.Dio 57.
II tr.
1 asustar, amedrentar c. ac. de pers. y anim.
δειδίσσεο λαὸν ἈχαιῶνIl.4.184,
τίη δειδίσσεαι ... Ἀργείους;Il.13.810,
μὴ ... δεδίσκ[ε' ἀγάνορα θυμόνStesich.l.c.,
οὐδ' Ἰφικλεΐδην δειδίξεταιHes.Sc.111, cf. Ar.Lys.564,
μηδέ τις ἡμᾶς λόγος θορυβείτω δεδιττόμενοςPl.Phdr.245b, cf. D.19.291, Prooem.43,
ὁ δαίμων ... δεδίξεσθαι κἀμὲ ἐλπίζωνLuc.Philops.31, cf. Bis Acc.7, Sol.5, Ach.Tat.3.18.5, Aesop.199, I.BI 4.224, v. act. mismo sent., Sch.Er.Il.l.c., Sud.
•c. ac. y dat. instrum.
μὴ δὴ ἐπέεσσί με ... ἔλπεο δειδίξεσθαιIl.20.201,
χερσὶ δὲ μή τί με ... δειδισσέσθωIl.15.196,
μὴ δ' οὕτως ... λίην δειδίσσεο μύθῳA.R.2.1219, cf. Luc.Zeux.4, Plu.2.74b, 724d
•c. ἀπό y gen. ahuyentar
οὐκ ἐδύναντο ... Ἕκτορα ... ἀπὸ νεκροῦ δειδίξασθαιIl.18.164
•c. inf. y dat. impedir
λάεσσιν ... φευγέμεν ἂψ ὀπίσσω δειδίσσετοTheoc.25.74.
2 c. ac. de abstr. en cont. oracular temer
θέσφατα γὰρ Πελίας δειδίσσετοOrph.A.56,
εἴτε τι σημεῖον δειδισάμενοςApp.l.c.
•en otros cont.
τὸ τῆς ἀρχῆς δυνατὸν δεδιττόμενοςLyd.Mag.3.23
•asustarse de, intimidarse con
ἢν ... τὴν αὐγὴν ἢ τὰ ἐν αὐγῇ δεδίττωνταιAret.CA 1.1.3,
ἵνα μὴ ... τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς δειδιξώμεθαGr.Nyss.M.46.1168D.