< δείλανδρος
Δείλας >
δεῖλαρ
,
-ατος, τό
cebo
ὀλέθρια δείλατα
Call.
SHell
.259.17.
• Etimología:
De *δέλϜαρ, forma quizá secundaria, cf. δέλεαρ.