< δειλακρίων
δειλανδρέω >
δείλακρος
,
-α, -ον
desgraciado
ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι δειλάκρα
Ar.
Pl
.973,
μὴ κακόν <σε> μέγα ποιήσῃ κἀμὲ τὰν δειλάκραν
Carm.Pop
.7.4.