< *ΔειϜέλᾱς
δειελινός >
δειελιάω
pasar la velada
,
merendar
,
cenar
ἔρχεο δειελιήσας· ἠῶθεν δ' ἰέναι
Od
.17.599, cf. Ath.193a, Hsch.