δείλαιος, -α, -ον


1 de pers. acobardado, desgraciado, desdichado δειλαίαν παράκοπον ὧδε τείρεις; A.Pr.580, γέρων E.Ep.3.22, βρέφος Call.Cer.100, μᾶτερ Call.Cer.83, cf. A.R.3.464, Νινευη LXX Na.3.7, πικρὸν ἄλγος δειλαίοις γονέεσσι IG 22.12629 (II d.C.), ἐμὲ δειλαίην ... ἵξεται ἦμαρ Q.S.5.557, cf. Nonn.D.4.143, 47.410
c. ac. de rel. τὰς φρένας Hippon.44.4
como pred. κεῖται θανὼν δ. A.Pers.325, κεῖται νεκρὸς ... δ. ... εἰν ᾌδου δόμοις S.Ant.1241, ὄλωλα δ. S.El.1482, δειλαία δειλαίων κυρεῖς te sientes desgraciada entre las desgraciadas S.El.849, δ. ... κατηύχετο S.Tr.763, Ἠλέκτρα, τὸν ἀεὶ πατρὸς δειλαία στενάχουσ' S.El.1076, κλαῖε ... δ. S.Tr.906, cf. Ar.Nu.709, 1504, V.40, φράζε, γύναι, ... πῶς δὲ θανοῦσα ἦλθες δειλαία δύσγαμος εἰς Ἀΐδαν MAMA 7.201.6 (Frigia I d.C.), πῶς οὖν οὐκ ἂν δειλαιότατος εἴην Lys.24.23, δείλαιοί εἰσιν, ὅτι ἠσέβησαν εἰς ἐμέ LXX Os.7.13, cf. Plu.2.22c, σε γείνατο μήτηρ δείλαιον καὶ ἄναλκιν Q.S.5.187, c. gen. δείλαιοι τῆς εὐσεβείας desgraciados por la piedad Gr.Naz.M.35.416C
frec. voc. δείλαιε τοῦ νοῦ S.OT 1346, cf. Theoc.4.60, Nonn.D.47.161, δ. ἐγὼ S.Ant.1310, cf. Luc.Merc.Cond.30, οἴμοι, ἔχω μαθὼν δείλαιος S.Ant.1272, cf. Ar.Eq.139, V.165, Nu.1473, Theoc.15.69, Ach.Tat.2.24.2, 5.25.4, δειλαίη (sic) μήτερ SEG 33.849.5 (Mauritania I d.C.), δείλαιος, ὡς ἐς πολλὰ τἀπορεῖν ἔχω S.Tr.1243, cf. Call.Fr.93.5
subst. (ὁ) δ. Aeschin.1.172, Ph.1.311, 2.554, μέστ' ἐπὶ νεύροις δειλαίῳ ... ὀστέα μῶνον ἐλείφθη Call.Cer.93, Ἄρτεμις ... δειλαίην ἐρέθιζε Nonn.D.48.751, cf. Babr.118.7, plu. οἱ δείλαιοι Ph.1.176, Iul.Or.1.29b, PLond.1678.2 (VI d.C.)
de anim., Theoc.4.13, 14, ἀλώπηξ Babr.53.1, cf. 95.41, νεβροί Q.S.3.172, δειλαίῃ τρήρωνι φόνον ... ἐφέηκε Q.S.12.18, cf. Opp.H.1.785, 4.73, 401.

2 de cosas triste, miserable μέγιστον σῶμα δειλαίας σποδοῦ un gran cuerpo reducido a miserable ceniza S.El.758, ὁλκάδα δειλαίαν τ' ἀνιᾷ κλόνος AP 9.32.

3 de abstr. que produce tristeza, funesto οὔποτε δειλαίων ἀχέων λωφήσετε θυμόν Emp.B 145, δ. χάρις A.Ch.517, τᾶς δειλαίας ἀπόρου φανείσας S.OC 513, δειλαίᾳ συγκέκραμαι δύᾳ S.Ant.1311, νόσος S.Tr.1028, ἐγὼ ... δ. δειλαίου γήρως E.Hec.156.

4 inútil, vano Hsch.
• Etimología: Doblete, quizá expresivo, de δειλός q.u.