δειλαίνω


I intr.

1 en v. act. ser cobarde, obrar con cobardía τὸ δειλαίνειν καὶ τὸ ἀδικεῖν οὐ τὸ ταῦτα ποιεῖν ἐστίν Arist.EN 1137a22, cf. 1107a18, op. ἀνδρίζεσθαι Chrysipp.Stoic.3.58, Plu.2.1047a, Hsch., περί τινα Plot.1.4.15.

2 en v. med.-pas. asustarse, acobardarse, PTeb.58.27 (II a.C.), ἐὰν δὲ δειλανθῇ si se asusta LXX 1Ma.5.41, (θηρία) δειλαινόμενα fieras que se acobardan Ign.Rom.5.2, cf. Pall.H.Laus.35.8, Melit.Fr.Pap.p.59.

3 δειλανθείς· κλεφθείς. ἀπατηθείς Hsch.

II tr.

1 temer μηδὲν δειλαινόμενος Herm.Sim.9.1.3, c. inf. δειλαίνομαι δὲ πολλὰ μεταστῆσαι πόδα Luc.Ocyp.153.

2 c. ac. de pers. asustar, aterrar δαίμων ... ἐβούλετο ἐκφοβῆσαι καὶ δειλαίνειν τὴν Χανθίππην A.Xanthipp.21, cf. 14.
• Etimología: Factitivo sobre δειλός q.u.