< δεικτικός
*δεικτυϜοργός >
δεικτός
,
-ή, -όν
1
comprobable
,
demostrable
Arist.
APo
.76
b
27, Gal.8.678.
2
perceptible
Dam.
in Prm
.439, Phlp.
in Cat
.88.21.